παραδόσιμος

παραδόσιμος
παραδόσιμος
handed down
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραδόσιμος — η, ο / παραδόσιμος, ον, ΝΑ [παράδοσις] αυτός τον οποίο μπορεί ή πρέπει να παραδώσει κάποιος («παραδόσιμος φήμη», Πολ.) αρχ. 1. πατροπαράδοτος 2. αναμνηστικός («παραδόσιμος στήλη», Πολ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραδόσιμα οι κατάλογοι τής… …   Dictionary of Greek

  • παραδόσιμον — παραδόσιμος handed down masc/fem acc sg παραδόσιμος handed down neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοσίμου — παραδόσιμος handed down masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”